μάννα — μάννᾱ , μάννα powder fem nom/voc/acc dual μάννα powder fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάννα — Ονομασία τροφής την οποία, σύμφωνα με την Αγία Γραφή, έστειλε ο Θεός στους Εβραίους κατά την περιπλάνησή τους στην έρημο του Σινά. Λέγεται ότι η λέξη προήλθε από τη φράση «μαν χου» (= τι είναι αυτό;) με την οποία υποδέχτηκαν οι Ιουδαίοι τη θεϊκή… … Dictionary of Greek
μάννᾳ — μάνναι , μάννα powder fem nom/voc pl μάννᾱͅ , μάννα powder fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάννα — το άκλ. (λ. εβρ.) 1. τροφή που έστελνε από τον ουρανό ο Θεός στους Εβραίους κατά τη μακρόχρονη πορεία τους στην έρημο, όταν έφυγαν από την Αίγυπτο. 2. μτφ., το καλό που είναι απροσδόκητο: Η κληρονομιά τού ήρθε μάννα γιατί είχε πολλά χρέη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Άνω Μάννα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 296 κάτ.) της Σύρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ερμουπόλεως του νομού Κυκλάδων … Dictionary of Greek
μάννας — μάννᾱς , μάννα powder fem acc pl μάννᾱς , μάννα powder fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάνναι — μάννα powder fem nom/voc pl μάννᾱͅ , μάννα powder fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάνναν — μάννα powder fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάννης — μάννα powder fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάννῃ — μάννα powder fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλαίω — και κλαίγω (AM κλαίω, Α αττ. τ. κλάω, αιολ. τ. κλαΐω, Μ και κλαίγω) 1. χύνω δάκρυα για να εκφράσω τη θλίψη μου ή, σπανίως, και τη χαρά μου (α. «κλαίει σαν μωρό παιδί» β. «κι αν δε σε κλάψει η μάννα σου, ο κόσμος σε δακρύζει», Πολίτ. γ. «στην… … Dictionary of Greek